μαιναδογενής

μαιναδογενής
μαιναδογενής, -ές (Μ)
το θηλ. ως ουσ.
(για την κόρη τής Ηρωδιάδος) αυτή που γεννήθηκε από Μαινάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μαινάδα + -γενής (< γένος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ποδοστρόφος — ον, Μ αυτός που στριφογυρίζει τα πόδια του στον χορό ([για τη Σαλώμη] «μαιναδογενὴς ποδοστρόφος», Θεοφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + στροφός (< στρέφω), πρβλ. νευρο στρόφος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”